- πενθοφορώ
- βλ. πενθηφορώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθοφορώ — πενθοφόρεσα, πενθοφορεμένος, φορώ πένθος ή πένθιμα (μαύρα) ρούχα: Ως πότε θα πενθοφορεί; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
πενθώ — πένθησα 1. έχω πένθος. 2. πενθοφορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)